- τρίθρονος
- -ον, Α(για την Αγία Τριάδα) αυτός που έχει τρεις θρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + θρόνος(Ι), πρβλ. δί-θρονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek